γλυκύδακρυς
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
υ, shedding sweet tears, Ἔρως AP7.419 (Mel.), 12.167 (Id.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύδακρυς: υ, ὁ γλυκέα δάκρυα κινῶν, ἔρως Ἀνθ. Π. 7. 419., 12. 167.
Spanish (DGE)
(γλῠκύδακρυς) -υ
• Prosodia: [-ῠ-]
que hace derramar dulces lágrimas Ἔρως AP 7.419, 12.167 (Mel.).
Greek Monolingual
γλυκύδακρυς, -υ (Α)
αυτός που φέρνει στα μάτια γλυκά δάκρυα («γλυκύδακρυς Ἔρως»).
Greek Monotonic
γλῠκύδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλυκύδακρυς: υ, gen. υος исторгающий сладкие слезы (Ἔρως Anth.).
Middle Liddell
δάκρυ
causing sweet tears, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυκύδακρυς -υ γλυκύς, δάκρυ die zoete tranen vergiet, van Eros. AP 5.177.3.