διατινθαλέος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
α, ον, = τινθαλέος, Ar.V.329.
German (Pape)
[Seite 607] = simplex, Ar. Vesp. 329, κεραυνός.
Greek (Liddell-Scott)
διατινθαλέος: -α, -ον, = τινθαλέος, Ἀριστοφ. Σφηξ. 329.
Spanish (DGE)
(διατινθᾰλέος) -α, -ον
muy ardiente, incandescente κεραυνός Ar.V.329, cf. Hsch.
Greek Monolingual
διατινθαλέος, -ον (Α) τινθαλέος
διάπυρος.
Greek Monotonic
διατινθᾰλέος: -α, -ον, = τινθαλέος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διατινθᾰλέος: пылающий (κεραυνός Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τινθαλέος -ον verzengend.