δυσβράκανος
From LSJ
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, hard to deal with, Cratin.404; cf. βρακεῖν.
German (Pape)
[Seite 677] Cratin. frg. inc. 58, was Hesych. u. Suid. δυσχερές, δυσκατανόητος erkl. Im E. M. δυσβάρνακος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσβράκανος: -ον, δυσχερής, δύσκολος, δυσκατανόητος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 58· ἴδε Meineke.
Spanish (DGE)
-ον
que es como mala verdura silvestre, prob. fig. mastuerzo, poco inteligente, rudo Cratin.442, cf. βράκανα.
Greek Monolingual
δυσβράκανος, -ον (Α)
δυσνόητος.