δυσκατανόητος

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατανόητος Medium diacritics: δυσκατανόητος Low diacritics: δυσκατανόητος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskatanóētos Transliteration B: dyskatanoētos Transliteration C: dyskatanoitos Beta Code: duskatano/htos

English (LSJ)

δυσκατανόητον, hard to understand, διάλεκτος D.S.5.14, cf. Plu.2.47c.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de entender, διάλεκτος D.S.5.14, cf. 13.35, τὰ πράγματα ref. a la filosofía, Plu.2.47c, τέχνη Sch.A.Pr.497D., ἡ ψυχή Hippol.Haer.5.7.8, cf. Nemes.Nat.Hom.1.66, Procl.in Alc.254, Gr.Nyss.Hom.in Cant.83.6, Eun.3.9.53, de pers. ὁ Μενέδημος D.L.2.134.

German (Pape)

[Seite 682] schwer einzusehen, zu verstehen; διάλεκτος D. Sic. 5, 14; vgl. 13, 35; – Plutarch. De audit. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, κατανοέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατανόητος: с трудом постигаемый, малопонятный (διάλεκτος Diod.; δ. τοῖς ἀπείροις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατανόητος: -ον, δυσνόητος, Διόδ. 5, 14, Πλούτ. 2, 47C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσκατανόητος, -ον)
δυσνόητος.

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий