δυσκατανόητος
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
δυσκατανόητον, hard to understand, διάλεκτος D.S.5.14, cf. Plu.2.47c.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de entender, διάλεκτος D.S.5.14, cf. 13.35, τὰ πράγματα ref. a la filosofía, Plu.2.47c, τέχνη Sch.A.Pr.497D., ἡ ψυχή Hippol.Haer.5.7.8, cf. Nemes.Nat.Hom.1.66, Procl.in Alc.254, Gr.Nyss.Hom.in Cant.83.6, Eun.3.9.53, de pers. ὁ Μενέδημος D.L.2.134.
German (Pape)
[Seite 682] schwer einzusehen, zu verstehen; διάλεκτος D. Sic. 5, 14; vgl. 13, 35; – Plutarch. De audit. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, κατανοέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατανόητος: с трудом постигаемый, малопонятный (διάλεκτος Diod.; δ. τοῖς ἀπείροις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατανόητος: -ον, δυσνόητος, Διόδ. 5, 14, Πλούτ. 2, 47C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκατανόητος, -ον)
δυσνόητος.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий