ζυγόσταθμος
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ὁ, balance, Plu.2.928b.
German (Pape)
[Seite 1141] ὁ, die Wage, Plut. fac. in orbe lun. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγόσταθμος: ὁ, ζυγός, ζυγαριά, Πλούτ. 2. 928Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
balance.
Étymologie: ζυγόν, σταθμός.
Greek Monolingual
ζυγόσταθμος, ὁ (Α)
ζυγός, ζυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + σταθμός.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγόσταθμος: ὁ весы Plut.