θυτεῖον
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
τό, (θύω A) place for sacrificing, Aeschin.3.122.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, der Opferplatz, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτελοῦντο θυσίαι, Αἰσχίν. 70, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
emplacement pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Greek Monolingual
θυτεῑον, τὸ (Α)
ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ- (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος]) + κατάλ. -είον (πρβλ. αστεροσκοπείον, ιερείον)].
Greek Monotonic
θῠτεῖον: τό (θύω Α), τόπος θυσίας, μέρος για τέλεση θυσιών, σε Αισχίν.
Middle Liddell
θῠτεῖον, ου, τό, [θύω1]
a place for sacrificing, Aeschin.