θυτεῖον

From LSJ
Revision as of 00:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠτεῖον Medium diacritics: θυτεῖον Low diacritics: θυτείον Capitals: ΘΥΤΕΙΟΝ
Transliteration A: thyteîon Transliteration B: thyteion Transliteration C: thyteion Beta Code: qutei=on

English (LSJ)

τό, (θύω A) place for sacrificing, Aeschin.3.122.

German (Pape)

[Seite 1228] τό, der Opferplatz, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

θῠτεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτελοῦντο θυσίαι, Αἰσχίν. 70, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
emplacement pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monolingual

θυτεῑον, τὸ (Α)
ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ- (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος]) + κατάλ. -είον (πρβλ. αστεροσκοπείον, ιερείον)].

Greek Monotonic

θῠτεῖον: τό (θύω Α), τόπος θυσίας, μέρος για τέλεση θυσιών, σε Αισχίν.

Middle Liddell

θῠτεῖον, ου, τό, [θύω1]
a place for sacrificing, Aeschin.