καλήμερος

From LSJ
Revision as of 00:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλήμερος Medium diacritics: καλήμερος Low diacritics: καλήμερος Capitals: ΚΑΛΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kalḗmeros Transliteration B: kalēmeros Transliteration C: kalimeros Beta Code: kalh/meros

English (LSJ)

ον, bringing a fair day (opp. κακήμερος), AP9.508 (Pall.); καλήμερε, Χαῖρε Mim.Oxy.413.67.

German (Pape)

[Seite 1308] der einen guten Tag hat, Pallad. 143 (IX, 508).

Greek (Liddell-Scott)

καλήμερος: -ον, ἔχων καλὰς ἢ εὐτυχεῖς ἡμέρας, Ἀνθ. Παλ. 9.508.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des jours heureux, qui a un jour de bonheur.
Étymologie: καλός, ἡμέρα.

Greek Monolingual

καλήμερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακροήμερος, ολοήμερος].

Greek Monotonic

κᾰλήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλήμερος: имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλήμερος -ον [καλός, ἡμέρα] die een gelukkige dag heeft.

Middle Liddell

κᾰλ-ήμερος, ον ἡμέρα
with fortunate days, Anth.