καταθαμβέομαι
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
Pass., to be astonished at, c. acc., Plu.Num.15, Fab.26.
German (Pape)
[Seite 1348] in Verwunderung gesetzt werden, erstaunen; κατατεθαμβημένος τὸν Ἀννίβαν Plut. Fab. 26, vgl. Num. 15.
Greek (Liddell-Scott)
καταθαμβέομαι: Παθ., εἶμαι ἔκθαμβος πρός τι,· μετ’ αἰτιατ., Πλουτ. Νουμ. 15, Φαβ. 26.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
voir avec frayeur, redouter.
Étymologie: κατά, θαμβέω.
Greek Monotonic
κατᾰθαμβέομαι: Παθ., είμαι έκθαμβος, έκπληκτος, κατάπληκτος, με αιτ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταθαμβέομαι: изумляться, поражаться (τὴν τοῦ Νουμᾶ δύναμιν, τὸν Ἀννίβαν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θαμβέομαι versteld staan over, met acc.
Middle Liddell
Pass. to be astonished at, c. acc., Plut.