καταρροφάνω
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
gulp or swallow down, Hp.Morb.2.54,59.
Greek (Liddell-Scott)
καταρροφάνω: καταρροφῶ, καταπίνω, Ἱππ. 480. 17., 482. 36.
Greek Monolingual
καταρροφάνω (Α)
καταρροφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥοφάνω «ρουφώ»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρροφάνω en καταρροφέω, opslurpen.