καταφάσκω

From LSJ
Revision as of 01:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφάσκω Medium diacritics: καταφάσκω Low diacritics: καταφάσκω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΣΚΩ
Transliteration A: katapháskō Transliteration B: kataphaskō Transliteration C: katafasko Beta Code: katafa/skw

English (LSJ)

= κατάφημι, Phld.Piet.123, Ph.1.104; περί τινος Gal. 10.37,al.; answer in the affirmative, ἐρώτησιν Id.7.526:—Pass., A.D. Synt.245.12.

Greek (Liddell-Scott)

καταφάσκω: κατάφημι, κ. καὶ ἐπινεύει λέγω Φίλων 1. 104· βαβαιῶ περί τινος, τί τινος Εὐσταθ. Πονημάτ. 50. 81, κτλ.· καὶ τὸ παθητ., οὐδὲ συγγραφεὺς καταφάσκεται εἰς μνησικακίαν ὁ αὐτ. ἐν. σ. 114, 68.

Greek Monolingual

(AM καταφάσκω)
λέγω «ναι», επιβεβαιώνω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, απαντώ καταφατικά
μσν.-αρχ.
(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ συγγραφεύς, εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῖ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φάσκω «λέγω»].