καταπίμελος

From LSJ
Revision as of 01:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῑμελος Medium diacritics: καταπίμελος Low diacritics: καταπίμελος Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΕΛΟΣ
Transliteration A: katapímelos Transliteration B: katapimelos Transliteration C: katapimelos Beta Code: katapi/melos

English (LSJ)

ον, very fat or rich, of persons or lands, Dsc.1.24, Antyll. ap. Orib.7.16.4, Gal.19.451; στέαρ Dsc.2.76.

German (Pape)

[Seite 1369] sehr fett, Paul. Aeg. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμελος: ον ῑ, λίαν παχύς, Γαλην. 19. 451, Παῦλ. Αἰγ. 4. 76.

Greek Monolingual

καταπίμελος, -ον (Α)
1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής, πολύ πλούσιος ή εύφορος
2. πολύ λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμπίμελος, περιπίμελος].