καταπίμελος
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
ον, very fat or rich, of persons or lands, Dsc.1.24, Antyll. ap. Orib.7.16.4, Gal.19.451; στέαρ Dsc.2.76.
German (Pape)
[Seite 1369] sehr fett, Paul. Aeg. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίμελος: ον ῑ, λίαν παχύς, Γαλην. 19. 451, Παῦλ. Αἰγ. 4. 76.
Greek Monolingual
καταπίμελος, -ον (Α)
1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής, πολύ πλούσιος ή εύφορος
2. πολύ λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμπίμελος, περιπίμελος].