κνηκίας

From LSJ
Revision as of 01:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκίας Medium diacritics: κνηκίας Low diacritics: κνηκίας Capitals: ΚΝΗΚΙΑΣ
Transliteration A: knēkías Transliteration B: knēkias Transliteration C: knikias Beta Code: knhki/as

English (LSJ)

ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the wolf, Babr.122.12.

German (Pape)

[Seite 1460] ὁ, der Falbe, Gelbliche, von κνηκός, der Wolf, Babr. 122, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκίας: -ου, ὁ, Δωρ. κνᾱκίας, πρβλ. κνηκός, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
propr. « le fauve », càd le loup.
Étymologie: κνηκός.
Syn.λύκος, μονιός, μονόλυκος.

Greek Monolingual

κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α)
ονομασία του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. -ίας (πρβλ. βομβυκίας, κροκίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του].

Greek Monotonic

κνηκίας: ὁ, βλ. κνηκός.

Russian (Dvoretsky)

κνηκίας: ου ὁ бурый, серый, т. е. волк Babr.