κνημιδοφόρος

From LSJ
Revision as of 01:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημῑδοφόρος Medium diacritics: κνημιδοφόρος Low diacritics: κνημιδοφόρος Capitals: ΚΝΗΜΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: knēmidophóros Transliteration B: knēmidophoros Transliteration C: knimidoforos Beta Code: knhmidofo/ros

English (LSJ)

ον, wearing greaves, Hdt.7.92:—also κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1460] Beinschienen tragend, Her. 7, 92.

Greek (Liddell-Scott)

κνημῑδοφόρος: -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des jambarts.
Étymologie: κνημίς, φέρω.

Greek Monolingual

-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κνημῑδοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κνημῑδοφόρος: имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи (Λύκιοι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend.

Middle Liddell

κνημῑδο-φόρος, ον φέρω
wearing greaves, Hdt.