κομμώ

From LSJ
Revision as of 02:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμώ Medium diacritics: κομμώ Low diacritics: κομμώ Capitals: ΚΟΜΜΩ
Transliteration A: kommṓ Transliteration B: kommō Transliteration C: kommo Beta Code: kommw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, priestess who adorned the seated statue of Athena on the Acropolis of Athens, AB273.

German (Pape)

[Seite 1479] οῦς, ἡ, die Schmückende, nach B. A. 273, 6 ἡ κοσμοῦσα τὸ ἕδος τῆς Ἀθηνᾶς ἱέρεια.

Greek (Liddell-Scott)

κομμώ: -οῦς, ἡ, κομμώτρια, Α. Β. 273.

Greek Monolingual

(I)
κομμώ, οῦς, ἡ (Α)
η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομ- του κομῶ «φροντίζω» + κατάλ. -ώ- (πρβλ. βριμώ, πειθώ). Το διπλό -μμ- οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
(II)
κομμῶ, -όω) κομμώ (Ι)]
καλλιεπώ, χρησιμοποιώ ρητορικά σχήματα στον λόγο μου
αρχ.
κοσμώ, καλλωπίζω.