λυπρότης

From LSJ
Revision as of 03:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρότης Medium diacritics: λυπρότης Low diacritics: λυπρότης Capitals: ΛΥΠΡΟΤΗΣ
Transliteration A: lyprótēs Transliteration B: lyprotēs Transliteration C: lyprotis Beta Code: lupro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.

Greek Monolingual

λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) λυπρός
1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα
2. (για τη γη) αγονία, αφορία.

Greek Monotonic

λυπρότης: -ητος, ἡ, αθλιότητα, μη γονιμότητα, ακαρπία της γης, σε Στράβ.

Middle Liddell

λυπρότης, ητος,
poverty, of land, Strab.