λωτοβοσκός
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
όν, lotus-eating, φῦλον Trag.Adesp.236.
Greek Monolingual
λωτοβοσκός, -όν και λωτόβοσκος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται με λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + βοσκός.