Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέρισμα

From LSJ
Revision as of 03:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρισμα Medium diacritics: μέρισμα Low diacritics: μέρισμα Capitals: ΜΕΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mérisma Transliteration B: merisma Transliteration C: merisma Beta Code: me/risma

English (LSJ)

ατος, τό, part, Orph.H.11.16, prob. in PStrassb.107.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 135] τό, das Getheilte, der Theil, Orph. Hymn. Pan. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μέρισμα: τό, μέρος, Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.

Greek Monolingual

το (Α μέρισμα) μερίζω
νεοελλ.
1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά
2. μερίδιο
3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας
β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό ταμείο έναντι τών κρατήσεων που είχε καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του
αρχ.
μέρος («ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς», Ορφ. Ύμν.).