μέρισμα
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
-ατος, τό, part, Orph.H.11.16, prob. in PStrassb.107.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 135] τό, das Getheilte, der Teil, Orph. Hymn. Pan. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μέρισμα: τό, μέρος, Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.
Greek Monolingual
το (Α μέρισμα) μερίζω
νεοελλ.
1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά
2. μερίδιο
3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας
β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό ταμείο έναντι τών κρατήσεων που είχε καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του
αρχ.
μέρος («ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς», Ορφ. Ύμν.).