μακρόφωνος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ον, shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος).