μυριστικός

From LSJ
Revision as of 05:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠριστικός Medium diacritics: μυριστικός Low diacritics: μυριστικός Capitals: ΜΥΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: myristikós Transliteration B: myristikos Transliteration C: myristikos Beta Code: muristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fragrant, κάρυον Aët.1.131: μυριστικά, τά, Cat.Cod.Astr.5(3).89.

German (Pape)

[Seite 220] zum Salben gehörig, geschickt (?).

Greek (Liddell-Scott)

μῠριστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς τὸ μυρίσαι ἁρμόδιος, εὐώδης, Ἀέτ. 1, σ. 9b, 39.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυριστικός, -ή, -όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) μυρίζω
1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά
αρωματώδη φυτικά προϊόντα, μπαχαρικά, καρυκεύματα, μυρωδικά
νεοελλ.
φρ. «μυριστικό οξύ»
χημ. ονομασία ενός μονοκαρβονικού λιπαρού οξέος, στερεού αδιάλυτου στο νερό, διαλυτού στον αιθέρα και στην αλκοόλη, που απαντά στο μουσκάτιο βούτυρο με τη μορφή γλυκεριδίου, στο κήτειο σπέρμα κ.α.
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριστικόν
α) αρωματικό φυτό
β) αρωματική ουσία, μυρωδικό
γ) μύρο
δ) (κατ' επέκτ.) ευωδιά.