νοσηματώδης

From LSJ
Revision as of 05:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσημᾰτώδης Medium diacritics: νοσηματώδης Low diacritics: νοσηματώδης Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nosēmatṓdēs Transliteration B: nosēmatōdēs Transliteration C: nosimatodis Beta Code: noshmatw/dhs

English (LSJ)

ες, = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.

Greek (Liddell-Scott)

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.

Greek Monolingual

νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.

Greek Monotonic

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

νοσημᾰτώδης: болезненный, нездоровый Arst.

Middle Liddell

νοσημᾰτ-ώδης, ες [from νόσημα = νοσώδης, Arist.]