ἐκπαρθενεύω

From LSJ
Revision as of 06:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαρθενεύω Medium diacritics: ἐκπαρθενεύω Low diacritics: εκπαρθενεύω Capitals: ΕΚΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: ekpartheneúō Transliteration B: ekpartheneuō Transliteration C: ekpartheneyo Beta Code: e)kparqeneu/w

English (LSJ)

(παρθένος) deflower, Sch.Luc.DMar.7.1.

German (Pape)

[Seite 771] entjungfern, Schol. Luc. D. Mar. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαρθενεύω: (παρθένος) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, διακορεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.

Spanish (DGE)

1 perder la virginidad ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes Hom.6 in Lc. (p.43).
2 desvirgar δάμαρ Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω)
1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω
2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος
3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.