ἐλαιουργία
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ἡ, manufacture of oil, PFay.91.22 (i A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, Oelbereitung?
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
elaboración de aceite, PFay.91.22 (I d.C.), PRoss.Georg.2.18.236 (II d.C.), Sch.Pi.P.9.115b.
Greek Monolingual
η (AM ἐλαιουργία)
η παρασκευή λαδιού από ελιές ή άλλες ύλες
νεοελλ.
1. (γεωπ·) κλάδος της γεωπονικής που ασχολείται με την επιστημονική παρασκευή του λαδιού
2. η βιομηχανική κυρίως παρασκευή του λαδιού με τα διάφορα στάδιά της, όπως π.χ. η διύλιση, ο διαχωρισμός κατά ποιότητες, ο καθορισμός της οξύτητας κ.λπ.
3. γενικώς η παραγωγή λαδιού από ελαιόκαρπο ή άλλες φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ύλες.