ἐπικεράννυμι

From LSJ
Revision as of 07:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικεράννῡμι Medium diacritics: ἐπικεράννυμι Low diacritics: επικεράννυμι Capitals: ΕΠΙΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epikeránnymi Transliteration B: epikerannymi Transliteration C: epikerannymi Beta Code: e)pikera/nnumi

English (LSJ)

mix in addition, οἶνον ἐπικρῆσαι (aor. 1 inf.) mix fresh wine, Od.7.164, cf. Gal.18(1).169:—Med., Damocr. ap. eund.14.100.

German (Pape)

[Seite 948] (s. κεράννυμι), noch einmal, von Neuem mischen, οἶνον ἐπικρῆσαι Od. 7, 164; übh. beimischen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. épq. ἐπικρῆσαι;
verser sur, mêler, acc..
Étymologie: ἐπί, κεράννυμι.

Greek Monolingual

ἐπικεράννυμι (Α)
ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»].

Greek Monotonic

ἐπικεράννῡμι: μέλ. -κεράσω, απαρ. αορ. αʹ -κρῆσαι (Επικ. αντί -κεράσαιαναμειγνύω, ανακατεύω συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικεράννῡμι: (inf. aor. ἐπικρῆσαι) примешивать, подмешивать: ἐ. οἶνον Hom. разбавлять вино (водой).

Middle Liddell

fut. -κεράσω aor1 inf. -κρῆσαι [-κρῆσαι epic for -κεράσαι]
to mix in addition, Od.