ἐπιστολάδην

From LSJ
Revision as of 07:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολάδην Medium diacritics: ἐπιστολάδην Low diacritics: επιστολάδην Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΑΔΗΝ
Transliteration A: epistoládēn Transliteration B: epistoladēn Transliteration C: epistoladin Beta Code: e)pistola/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. girt up, of dress, like ἀνεσταλμένως, Hes. Sc.287.

German (Pape)

[Seite 984] aufgeschürzt, aufgegürtet, χιτῶνας ἔσταλτο Hes. Sc. 287.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολάδην: ᾰ, Ἐπίρρ. (ἐπιστέλλω ΙΙ), ἐζωσμένως, κομψῶς, ἐπὶ ἱματισμοῦ, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ κοσμίως καὶ ἀνεσταλμένως», Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 287.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec la tunique retroussée.
Étymologie: ἐπιστέλλω, -δην.

Greek Monolingual

ἐπιστολάδην (Α)
επίρρ. (για χιτώνα) κομψά («ἐπιστολάδην δέ χιτῶνας ἔσταλτο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα -δην (πρβλ. βά-δην)].

Greek Monotonic

ἐπιστολάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐπιστέλλω II), συνεσταλμένα, κόσμια, κομψά, λέγεται για ένδυμα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολάδην: (ᾰ) adv. подобрав, подпоясавши Hes.

Middle Liddell

ἐπιστέλλω II]
girt up, neatly, of dress, Hes.