ἐρασίμολπος

From LSJ
Revision as of 08:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰσίμολπος Medium diacritics: ἐρασίμολπος Low diacritics: ερασίμολπος Capitals: ΕΡΑΣΙΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: erasímolpos Transliteration B: erasimolpos Transliteration C: erasimolpos Beta Code: e)rasi/molpos

English (LSJ)

[ῐ], ον, delighting in song, of Thalia, Pi.O.14.15.

German (Pape)

[Seite 1017] gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσίμολπος: -ον, ὁ τερπόμενος εἰς τὰς μολπάς, τὰ ᾄσματα. περὶ τῆς Θαλείας, Πινδ. Ο. 14. 22.

English (Slater)

ἐρᾰςῐμολπος, -ον
   1 loving song Θαλία τε ἐρασίμολπε (O. 14.16)

Greek Monolingual

ἐρασίμολπος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μέλπ-].

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσίμολπος: песнелюбивая (эпитет Талии) Pind.