ἐφημοσύνη
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
English (LSJ)
ἡ, (ἐφίημι) command, behest, οὐδ' ὧς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησε Il.17.697, cf. Od.12.226, Pi.P.6.20, S.Ph.1144 (lyr.): pl., A.R.1.33. ἔφησθα, = ἔφης, v. φημί.
German (Pape)
[Seite 1118] ἡ, = ἐφετμή; οὐδ' ἃς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Il. 17, 697; ἐπειδὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπεν Od. 16, 340; ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν Pind. P. 6, 20, das Gebot befolgen; Soph. Phil. 1129 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφημοσύνη: ἡ, (ἐφίημι) = ἐφετμή, ἐντολή, διαταγή, παραίνεσις, οὐδ᾿ ὡς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Ἰλ. Ρ. 697, πρβλ. Ὀδ. Μ. 226, Π. 340· οὕτως ἐν Πινδ. Π. 6. 20, Σοφ. Φιλ. 1144, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ordre, prescription, commission.
Étymologie: cf. ἐφετμή.
English (Autenrieth)
(ἐφίημι) = ἐφέτμη.
Greek Monolingual
ἐφημοσύνη, ἡ (Α) εφίημι
εντολή, διαταγή, παραίνεση.
Greek Monotonic
ἐφημοσύνη: ἡ (ἐφίημι), = ἐφετμή, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφημοσύνη: ἡ Hom., Pind., Soph. = ἐφετμή.