ἑξάσημος
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of six times, συζυγία Heph.14.1; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14.
German (Pape)
[Seite 873] aus 6 Zeichen, sechs Moren bestehend, Music., wie Schol. Soph. Ai. 1174.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάσημος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, ἤτοι ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812).
Spanish (DGE)
-ον
métr. y mús. que tiene seis tiempos o unidades ἑ. μέγεθος del pie yámbico y dactílico, Aristox.Rhyth.34, ῥυθμοί Aristid.Quint.34.24, συζυγία Heph.14.1, cf. Anon.Bellerm.97.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑξάσημος, -ον)
1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος
2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σημος (< σήμα)].
Russian (Dvoretsky)
ἑξάσημος: стих. состоящий из шести мор или шести кратких слогов.