ἀδαμαντόδετος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον, iron-bound, λῦμαι A.Pr.148,426(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδᾱμαντόδετος: -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans des liens d'acier.
Étymologie: ἀδάμας, δέω.
Spanish (DGE)
(ἀδᾰμαντόδετος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que ata con acero ref. a Prometeo λύμαι ultrajes que atan con acero A.Pr.148.
Greek Monotonic
ἀδᾰμαντόδετος: -ον, σιδηροδέσμιος, δεμένος με χαλύβδινους δεσμούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδᾰμαντόδετος: скованный сталью, в стальных оковах (λῦμαι, πόνος Aesch.).