ἀκράαντος

From LSJ
Revision as of 09:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκράαντος Medium diacritics: ἀκράαντος Low diacritics: ακράαντος Capitals: ΑΚΡΑΑΝΤΟΣ
Transliteration A: akráantos Transliteration B: akraantos Transliteration C: akraantos Beta Code: a)kra/antos

English (LSJ)

[κρᾱ], ον, (kraiai/nw) = ἄκραντος, Il.2.138, Od.2.202.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράαντος: [κρᾱ], ον, (κραιαίνω) = ἄκραντος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, Ἰλ. Β. 138, Ὀδ. Β. 202.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne s'accomplit pas, sans résultat, vain.
Étymologie: cf. ἄκραντος.

English (Autenrieth)

(κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido ἔργον Il.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. Q.S.7.522, μυθέαι ἀκράαντον Od.2.202, ἄεθλον A.R.1.469, (ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείη A.R.3.691, cf. ἄκραντος.

Greek Monolingual

ἀκράαντος, -ον (Α)
ο ἄκραντος.

Greek Monotonic

ἀκράαντος: [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράαντος: Hom. = ἄκραντος.

Middle Liddell

[epic form of ἄκραντος
unfulfilled, fruitless, Lat. irritus, Hom.