ἀντίψηφος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ον, voting against, τῷ θεῷ Pl.Alc.2.150b.
German (Pape)
[Seite 264] dagegenstimmend, Plat. Alc. II, 150 b; Aristaen. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίψηφος: -ον, ψηφοφορῶν ἐναντίον, ἀντίψηφον τῷ Θεῷ γενέσθαι Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 150Β, Ἀρισταίν. 1. 15.
Spanish (DGE)
-ον
que vota en contra, que se pronuncia contra οὐδὲ γὰρ ἂν εἰκὸς εἴην ἀντίψηφον ἐμὲ τῷ θεῷ γενέσθαι Pl.Alc.2.150b.
Greek Monolingual
ἀντίψηφος, -ον (Α)
αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίψηφος: высказывающийся или голосующий против (τινι Plat.).