ἄθροισις
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
Att. ἅθρ-, εως, ἡ, gathering, collecting, στρατοῦ E.Hec. 314; χρημάτων Th.6.26; αἱ τῶν νεφῶν ἀ. Arist.Mete.340a31; λόγων Porph.Abst.1.29; κατ' ἄθροισιν λέγειν collectively, Hermog.Id.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθροισις: -εως, ἡ, συνάθροισις, συλλογή, στρατολογία, στρατοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 314· χρημάτων, Θουκ. 6. 26· αἱ τῶν νεφῶν ἀ., Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
v. ἅθροισις.
Greek Monotonic
ἄθροισις: -εως, ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, στρατολογία· στρατοῦ, σε Ευρ.· χρημάτων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθροισις: атт. ἅθροισις, εως ἡ
1) собирание, набор (στρατοῦ Eur.);
2) накопление (χρημάτων Thuc.): αἱ τῶν νεφῶν ἀθροίσεις Arst. скопления облаков;
3) собрание, стечение (τῶν πολιτῶν Plut.);
4) грам. собирательность: ἐπιρρήματα ἀθροίσεως собирательные наречия (напр. ἅμα и т. п.).
Middle Liddell
[from ἀθροίζω
a gathering, mustering, στρατοῦ Eur.; χρημάτων Thuc.
English (Woodhouse)
collection, a gathering together, act of collecting, act of gathering, act of mustering