ἄζωστος

From LSJ
Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄζωστος Medium diacritics: ἄζωστος Low diacritics: άζωστος Capitals: ΑΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ázōstos Transliteration B: azōstos Transliteration C: azostos Beta Code: a)/zwstos

English (LSJ)

ον, (ζώννυμι) ungirt, from haste, Hes.Op.345, Call.Fr. 225; not girded, Pl.Lg.954a; unarmed, SIG527.140 (Dreros, iii B. C.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 44] ungegürtet, Hes. O. 343; Plat. Legg. XII, 954 a; Plut. oft, nach VLL. auch ἄζωτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄζωστος: -ον, (ζώννυμι) ὁ μὴ ἐζωσμένος ἕνεκα σπουδῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 343, καθόλου μὴ ἐζωσμένος, Πλάτ. Νόμ. 954Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la ceinture est dénouée.
Étymologie: , ζώννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 que no se ha ceñido el cinturón, a medio vestir γεῖτονες ἄ. ἔκιον ref. a los vecinos que acuden prestos a ayudar a alguien, Hes.Op.345, αἱ Λακεδαιμόνιαι κόραι διημερεύουσιν ἄ. καὶ ἀχίτωνες ἱματίδιον ἔχουσαι πεπορπημένον ἐφ' ἐκατέρου τῶν ὤμων Sch.E.Hec.934, cf. Call.Fr.620a, de un escita, Luc.Scyth.3, ἔν τε τοῖς χιτῶσιν ἄζωστοι ἐσκεδάννυτο D.C.74.1.2.
2 desarmado, que no se ha revestido con la indumentaria guerrera, de los jóvenes cretenses mientras forman parte de la ἀγέλα ICr.1.9.1.140 (Drero III/II a.C.), ἄ.· ἀθώραξ, ἄνοπλος, ἄστολος Hsch. (cf. πανάζωστος).
II de vestidos desceñido γυμνὸς ἢ χιτωνίσκον ἔχων ἄ. Pl.Lg.954a, χιτῶνες D.C.63.13.3.

Greek Monotonic

ἄζωστος: -ον (ζώννυμι), αυτός που δεν έχει ζωστεί λόγω βιασύνης, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄζωστος: неподпоясанный Hes., Plat.

Middle Liddell

ζώννυμι
ungirt, from hurry, Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄζωστος -ον [ἀ-, ζώννυμι zonder gordel, zonder ceintuur.