σώρακος
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ὁ, basket or box, Ar.Fr.248, Aen.Tact.30.2, Babr.108.18, BGU14iv 10 (iii A.D.); καταπαλτῶν, τοξευμάτων, IG22.120.37, 1649.14.
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, 1) Kiste, Korb, bes. worin man trockne Feigen u. Datteln aufbewahrte, Jac. A. P. p. 90. – 2) eine Trage, zum Holztragen, Ar. frg. bei Poll. 10, 130.
Greek (Liddell-Scott)
σώρᾰκος: ὁ, (σωρὸς) «ἀγγεῖον ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν» (Πολυδ. Ι΄, 130), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 244· καλάθιον, στάμνοι μέλιτος σώρακοί τε φοινίκων Βαβρ. 108. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cabas de figues ou de dattes.
Étymologie: DELG σωρός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. καλάθι, κιβώτιο
2. (κατά τον Πολυδ.) «σώρακος, ἀγγεῖον ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν»
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖον, εἰς ὃ σῡκα συμβάλλεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + επίθημα -ακος (πρβλ. θύλ-ακος)].
Greek Monotonic
σώρᾰκος: ὁ (σωρός), καλάθι ή δοχείο, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
σώρᾰκος: ὁ корзинка Arph., Babr.