αὐτῆμαρ
From LSJ
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
English (LSJ)
Adv. = αὐθημερόν, on the self-same day, Il.18.454, Od.3.311; for that day, Il.1.81.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτῆμαρ: ἐπιρρ. = αὐθημερόν, εἴπερ γὰρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ Ἰλ. Α. 81, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
le jour même, le même jour.
Étymologie: αὐτός, ἦμαρ.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐθῆμαρ IG 42.618.2 (IV a.C.)
adv. en el día de hoy, hoy mismo, Il.1.81, 18.454, Od.3.311, IG l.c., Call.Del.46, Colluth.199.
Greek Monolingual
αὐτῆμαρ επίρρ. (Α) ήμαρ
την ίδια μέρα, αυθημερόν.
Greek Monotonic
αὐτῆμαρ: επίρρ. = αὐθημερόν, μέσα στην ίδια μέρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτῆμαρ: adv. в тот же день Hom.