τετραμοιρία

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρία Medium diacritics: τετραμοιρία Low diacritics: τετραμοιρία Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: tetramoiría Transliteration B: tetramoiria Transliteration C: tetramoiria Beta Code: tetramoiri/a

English (LSJ)

ἡ, a fourfold portion, X.An.7.2.36, 7.6.1.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλῆ μερίς, τὸ τετραπλοῦν, τῷ μὲν στρατιώτῃ Κυζικηνόν, τῷ δὲ λογαχῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, δηλ. τέσσαρας Κυζικηνοὺς στατῆρας, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 36., 6. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part quadruple.
Étymologie: τετράμοιρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράμοιρος
τέσσερεις φορές μεγαλύτερη μοίρα ή μερίδα.

Greek Monotonic

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλή μερίδα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμοιρία:вчетверо большее количество, четверной пай Xen.

Middle Liddell

τετρᾰμοιρία, ἡ,
a four-fold portion, Xen. [from τετράμοιρος