τραγοπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοπρόσωπος Medium diacritics: τραγοπρόσωπος Low diacritics: τραγοπρόσωπος Capitals: ΤΡΑΓΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: tragoprósōpos Transliteration B: tragoprosōpos Transliteration C: tragoprosopos Beta Code: tragopro/swpos

English (LSJ)

ον, goat-faced, Suid. s.v. Μένδην.

German (Pape)

[Seite 1133] mit einem Bocksgesicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον τράγου, Σουΐδ. ἐν λέξ. Μένδην· «οὕτω καλοῦσι τὸν Πᾶνα Αἰγύπτιοι ὡς τραγοπρόσωπον, τῷ καὶ τὸν τράγον τῇ αὐτῶν διαλέκτῳ οὕτω καλεῖν».

Spanish

de cara de macho cabrío

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πρόσωπο τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αιγο-πρόσωπος, ορνιθο-πρόσωπος.