τορνευτής

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακόbetter than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτής Medium diacritics: τορνευτής Low diacritics: τορνευτής Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: torneutḗs Transliteration B: torneutēs Transliteration C: torneftis Beta Code: torneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, turner, IG12.374.355, Aristox. Harm.p.33 M., Sammelb.3950,5480, v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1; τορνευταί· γλύπται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tourneur.
Étymologie: τορνεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τορνεύω
τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος
μσν.
δημιουργός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης».