ἀπόγαιος

From LSJ
Revision as of 10:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγαιος Medium diacritics: ἀπόγαιος Low diacritics: απόγαιος Capitals: ΑΠΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: apógaios Transliteration B: apogaios Transliteration C: apogaios Beta Code: a)po/gaios

English (LSJ)

v. ἀπόγειος.

German (Pape)

[Seite 298] (γῆ), vom Lande her kommend, ἄνεμος, Landwind, Strab.; Dio Chrys. II, 51; τὸ ἀπόγαιον, 1) ein Tau, das Schiff am Lande festzubinden, Pol. 33, 7. – 2) sc. διάστημα, die größte Erdferne der Planeten, Astron. – S. ἀπόγειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγαιος: ἰδὲ ἀπόγειος.

Greek Monotonic

ἀπόγαιος: ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την ξηρά· ἀπόγειον ή ἀπόγαιον, τό, χοντρό σκοινί, παλαμάρι, μέσω του οποίου το πλοίο προσδένεται στην ξηρά, σε Λουκ.

Middle Liddell

[γῆ]
from land: ἀπόγειον or ἀπόγαιον, ου, τό, a morning cable, Luc.