ἰδάλιμος

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδάλιμος Medium diacritics: ἰδάλιμος Low diacritics: ιδάλιμος Capitals: ΙΔΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: idálimos Transliteration B: idalimos Transliteration C: idalimos Beta Code: i)da/limos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (ἶδος) causing sweat, καῦμα Hes.Op.415.

German (Pape)

[Seite 1235] = εἰδάλιμος, VLL. Schweiß erregend, καῦμα Hes. O. 417.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδάλιμος: -ον, (ἶδος) προξενῶν ἱδρῶτα, καῦμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui provoque la sueur.
Étymologie: ἶδος.

Greek Monolingual

ἰδάλιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά-λιμος, κυδά-λιμος].

Greek Monotonic

ἰδάλιμος: -ον (ἶδος), αυτός που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδάλιμος: (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом (καῦμα Hes.).

Middle Liddell

ἰδάλιμος, ον ἶδος
causing sweat, Hes.