ἰσχαλέος

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰλέος Medium diacritics: ἰσχαλέος Low diacritics: ισχαλέος Capitals: ΙΣΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ischaléos Transliteration B: ischaleos Transliteration C: ischaleos Beta Code: i)sxale/os

English (LSJ)

α, ον, poet. for ἰσχνός, dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.

German (Pape)

[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.

English (Autenrieth)

(ἰσχνός): dry, withered, Od. 19.233†.

Greek Monolingual

ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)
1. πολύ λεπτός
2. πολύ μικρός, μηδαμινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].

Greek Monotonic

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἰσχνός, λεπτός, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχαλέος: (= ἰσχνός) высохший, сухой (ἰ. κρομύοιο λοπός Hom.).

Middle Liddell

ἰσχᾰλέος, η, ον poet. for ἰσχνός,]
thin, Od.