ἰσχαδοπώλης

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰδοπώλης Medium diacritics: ἰσχαδοπώλης Low diacritics: ισχαδοπώλης Capitals: ΙΣΧΑΔΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: ischadopṓlēs Transliteration B: ischadopōlēs Transliteration C: ischadopolis Beta Code: i)sxadopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in figs, Pherecr.4, Nicoph.19:—fem. ἰσχᾰδό-πωλις, ιδος, Ar.Lys.564.

German (Pape)

[Seite 1272] ὁ, Feigenhändler; Nicophon bei Ath. III, 126 e; Pherecr. Poll. 7, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχαδοπώλης: -ου, ὁ ἔμπορος σύκων, Φερεκρ. ἐν «’Αγαθοῖς», 3, Νικοφ. Παρ’ Ἀθην. 126Ε. - θηλ. ἰσχᾰδόπωλις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 564.

Greek Monolingual

ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α)
αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυοπώλης, παντοπώλης.