ὀλοφυδνός

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυδνός Medium diacritics: ὀλοφυδνός Low diacritics: ολοφυδνός Capitals: ΟΛΟΦΥΔΝΟΣ
Transliteration A: olophydnós Transliteration B: olophydnos Transliteration C: olofydnos Beta Code: o)lofudno/s

English (LSJ)

ή, όν, lamenting, ἔπος δ' ὀλοφυδνὸν ἔειπε Il.5.683, cf. 23.102, Od.19.362 : neut. ὀλοφυδνά as adverb, AP7.486 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 327] (ὀλοφύρομαι), wehklagend, jammernd; ἔπος, Il. 5, 683. 23, 102 Od. 19, 362; sp. D., ὀλοφυδνὰ βοᾶν τινα, Anyte 19 (VII, 486).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οἰκτρός, θρηνώδης, ἔπος δ’ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν Ἰλ. Ε. 683, Ψ. 102, Ὀδ. Τ. 362. - ὀλοφυδνά, ὡς ἐπίρρ., ἐν Ἀνθ. Π. 7. 486.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.

English (Autenrieth)

doleful, pitiful.

Greek Monolingual

ὀλοφυδνός, -ή, -όν (Α)
1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδηςἔπος δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά
με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].

Greek Monotonic

ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οικτρός, αξιοθρήνητος, θρηνητικός, σε Όμηρ.· ὀλοφυδνά, ως επίρρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυδνός: жалобный, печальный (ἔπος Hom.).

Middle Liddell

ὀλοφυδνός, ή, όν
of lamentation, lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth.