ὀπισθοφυλακία
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ἡ, the command of the rear, ib.4.6.19.
German (Pape)
[Seite 358] ἡ, die Nachhut, Xen. An. 4, 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, ἡ διοίκησις τῆς ὀπισθοφυλακῆς, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.
Greek Monolingual
ὀπισθοφυλακία, ἡ (Α) οπισθοφύλαξ
η διοίκηση τών οπισθοφυλάκων, της οπισθοφυλακής.
Greek Monotonic
ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, διοίκηση οπισθοφυλακής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ тыловое охранение, арьергард Xen.