ὑγίανσις
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
εως, ἡ, restoration to health, opp. νόσανσις, Arist.Ph.225b31, al., cf. Metaph. 1068a30, EE1219a15 (with v.l. ὑγίασις), Gal.Thras.27, Herm. in Phdr.p.66 A.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, die Heilung, Arist. phys. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγίανσις: ἡ, ἀποκατάστασις εἰς ὑγείαν, ἀντίθετον τῷ νόσανσις, «ὑγίανσις ἡ εἰς ὑγίειαν (μεταβολή), νόσανσις (ἢ νόσωσις) δὲ ἡ εἰς νόσον» Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 6., 5. 5, 3., 5. 6, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 5 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑγίασις).
Greek Monolingual
-άνσεως, και δ. τ. ὑγίασις, -άσεως, η, Α
βλ. υγίαση.
Russian (Dvoretsky)
ὑγίανσις: εως ἡ
1) выздоровление Arst.;
2) здоровье Arst.