ὡρονομέω
From LSJ
English (LSJ)
to be in the ascendant, Man.1.58,339: c. acc., Κρόνος ὡρονομεῖ τετραπόδων γένεσιν AP11.383 (Pall.).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρονομέω: κυβερνῶ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως, ἐπὶ πλανητῶν, Μανέθων 1. 58, 339· μετ’ αἰτιατ., γένεσιν ὡρονομεῖ Κρόνος Ἀνθολ. Παλατ. 11. 383.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tirer l’horoscope de qqn;
2 présider à la naissance de qqn.
Étymologie: ὡρονόμος.
Greek Monotonic
ὡρονομέω: μέλ. -ήσω, κυβερνώ την ώρα της γεννήσεως, λέγεται για τους πλανήτες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὡρονομέω: астрол. (о небесных светилах) определять (γένεσίν τινος Anth.).
Middle Liddell
ὡρονομέω, fut. -ήσω
to rule the hour of birth, of planets, Anth.