ὠφελήσιμος
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ον, useful, serviceable, profitable, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ' ὠ. S.Aj.1022; ὠ. [λόγος] Ar.Av.317 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελήσιμος: -ον, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ ὠφεληθῇ, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ’ ὠφ. Σοφ. Αἴ. 1022· ὠφ. λόγος Ἀριστοφ. Ὄρν. 317.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 utile, avantageux;
2 secourable, bienveillant.
Étymologie: ὠφελέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ήσιμος (πρβλ. βοηθ-ήσιμος)].
Greek Monotonic
ὠφελήσιμος: -ον, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε Σοφ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὠφελήσῐμος: оказывающий помощь или благодеяние, благодетельный, полезный Soph., Arph.
Middle Liddell
ὠφελήσιμος, ον, from ὠφελέω, useful, serviceable, Soph., Ar.