ῥοδάνη

From LSJ
Revision as of 11:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδάνη Medium diacritics: ῥοδάνη Low diacritics: ροδάνη Capitals: ΡΟΔΑΝΗ
Transliteration A: rhodánē Transliteration B: rhodanē Transliteration C: rodani Beta Code: r(oda/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (ῥοδανός) like κρόκη, spun thread, woof or weft, Batr. 183, cf. Eust.1527.60, Sch.Ar.V.1137, etc.; Hsch. gives ῥαδάνη, but (s.v. τολύπη) ῥοδάνη.

German (Pape)

[Seite 846] ἡ, der gedrehte Faden, Einschlag, Batrach. 182; vgl. Schneider Orph. Arg. 509.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδάνη: ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ κρόκη, ὑφάδι, νῆμα, κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ῥαδάνη, ἀλλὰ (ἐν λέξ. τολύπη) ῥοδάνη· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, ῥαδανίζω, Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fil tissé.
Étymologie: ῥοδανός.

Greek Monolingual

και ῥαδάνη, ἡ, Α ῥοδανός / ῥαδανός
στριμμένη κλωστή, υφάδι, νήμα.

Greek Monotonic

ῥοδάνη: [ᾰ], ἡ, υφάδι ή νήμα, κλωστή, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοδάνη: (ᾰ) ἡ уток (ῥ. λεπτή Batr.).

Frisk Etymological English

ῥοδανός See also: s. ῥαδινός.

Middle Liddell

ῥοδᾰ́νη, ἡ,
the woof or weft, Batr. [from ῥοδᾰνός]

Frisk Etymology German

ῥοδάνη: ῥοδανός
{rhodánē}
See also: s. ῥαδινός.
Page 2,660