παραστέλλω

From LSJ
Revision as of 11:13, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστέλλω Medium diacritics: παραστέλλω Low diacritics: παραστέλλω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: parastéllō Transliteration B: parastellō Transliteration C: parastello Beta Code: paraste/llw

English (LSJ)

A draw aside, of a curtain, Hld.10.28; τὴν γαστέρα Gal.2.523; contract, τοὺς μῦς ib. 225:—Pass., to be drawn aside, Sor. 2.61. 2 reduce a swelling, Hp.Epid.5.69. 3 check, πλάδον Sor.1.49 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 500] bei Seite stellen, Heliod. 10, 27 u. a. Sp.; aufhalten, hemmen, Hippocr.; τινά τινος, Sp. – Med. ankommen. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παραστέλλω: συστέλλω, ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) ἐμποδίζω, «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) μετὰ γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώπαραστέλλω τοῦ ζῆν», Ευστ.)
αρχ.
1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)
2. συστέλλω, συσφίγγωπαραστέλλω τοὺς μῦς», Γαλ.)
3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο
4. εμποδίζω, σταματώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-στέλλω reduceren (van een zwelling).