ῥύπον

From LSJ
Revision as of 12:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[<b class="b3">ῠ], τό,</b>" to "[ῠ], τό,")

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠ́πον Medium diacritics: ῥύπον Low diacritics: ρύπον Capitals: ΡΥΠΟΝ
Transliteration A: rhýpon Transliteration B: rhypon Transliteration C: rypon Beta Code: r(u/pon

English (LSJ)

[ῠ], τό, = ὀρός, whey, Phot.

German (Pape)

[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το τυρόγαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε -ον].